Αφήγηση Τζαγκαρολευτέρη

2012-11-11 20:46

Οι Γερμανοί κυκλώνουν τις Αλώνες  

Αφήγηση : Λευτέρης Τσαγκαράκης, (19-11-2000)

 

Ήταν 4 του Γενάρη του ΄43. Τότε ήμουν 18 χρόνων. Αποβραδίς είχαμε επισκέπτες – δεν εξελείπανε την κατοχή - το Τζαγκαρογιάννη από του Φωτεινού (αργότερα σκοτώθηκε στον Ψηλορείτη), τους δυο γαμπρούς μου Θόδωρο Γαβαλά και Πέτρο Κυριακάκη από το Αρολίθι, τον Αλέκο Μπαρμπούνη και δυο Εγγλέζους.

Σηκώθηκα χαράματα, βαθύ πρωί για να πάω στις αίγες. Ήθελα να πιάσω μια να περιποιηθούμε τους ξένους. Οπλισμένος βγήκα στην εξώπορτα και κινήθηκα προς τον Πλάτανο, το κέντρο του χωριού. Με βλέπει η γειτόνισσά μας η Ανδρονίκη Πετράκη-Βαρδιδάκη και μου λέει:

  • Πού πας, μπάρμπα; Οι Γερμανοί έχουν κυκλώσει το χωριό. Γιάιρε πίσω.

Σ’ αυτήν χρωστώ τη ζωή μου. Πραγματικά σηκώνω τα μάτια μο9υ και βλέπω ένα μουσαμά να ανεμίζει στο Μουρί (ύψωμα πάνω από το χωριό). Ήταν ένας Γερμανός από τους πεντακόσιους που είχαν κυκλώσει το χωριό. Γυρίζω πίσω γλακιχτός, ειδοποιώ τους ξένους και πηγαίνω στο πίσω μέρος του σπιτιού, στον ποταμό, και κρύβω το όπλο μέσα σ’ ένα βάτο. Βγαίνοντας από τον ποταμό να σου μπροστά μου ένα Γερμανό με προτεταμένο το όπλο. Προφανώς δε με είχε δει με το όπλο μου.

Ο Τσαγκαρογιάννης πρόλαβε κι έφυγε. Στη βιασύνη του όμως άφησε το βουργιάλι του με το πιστόλι., την πυξίδα και άλλα μέσα. Ποταμό-ποταμό μπόρεσε και ξέφυγε από τον κλοιό και πήγε στο Αγκαραθοσέλι (τοποθεσία που κρύβονταν οι Εγγλέζοι) για να ειδοποιήσει τους δυο Εγγλέζους να μην εκπέμπουν και τους εντοπίσει το ραδιογωνιόμετρο ή να μην ανάψουν φωτιά και τους προδώσει ο καπνός. Το βουργιάλι με το πολύ επικίνδυνο περιεχόμενο το πήρε η αδερφή μου η Μαρία και το΄κρυψε στους βάτους.

Ο καιρούς ήταν βροχερός με πολλή ομίχλη. Κατά τις 8 ξαστέρωσε. Με πήρε ο Γερμανός και με πήγε στον πλάτανο, στην πλατεία. Εκεί είχαν φέρει ακόμη τους: Πέτρο Κωσταντουδάκη, Αλέκο Μπαρμπουνάκη, Ανδρέα Καρυδάκη, Γιάννη Γαβαλάκη, Νικόλαο Μαμαλάκη, Νικόλαο Αλεβυζάκη και λίγο αργότερα τους Σήφη Αλεβυζάκη και Ευθύμη Νουφράκη που είχαν απομονώσει. Σε φέρνουν το βουργιάλι του Τζαγκαρογιάννη με το περιεχόμενο και άλλα ενοχοποιητικά ευρήματα.

Ένας Γερμανός πλησίαζε το λημέρι που είχαμε τον ασύρματο. Ο Πέτρος Κωσταντουδάκης που στεκόταν δίπλα μου γύρισε και μου ψιθύρισε:

  • Αν βρούνε και τον ασύρματο, εγώ θα σφίξω κάτω το κανάλι και αν γλιτώσω, γλίτωσα.

Το ίδιο σκεφτόμουν κι εγώ. Λίγο πριν φτάσει ο Γερμανός στο λημέρι, σαν από θαύμα του Αι-Νούφρη έπεσε πάλι κατσιφάρα (ομίχλη) και ο επικεφαλή Γερμανός σφύριξε με τη σφυρίχτρα του να συγκεντρωθούν οι Γερμανοί. Έτσι, δεν ανακαλύφθηκε ο ασύρματος.  

Αργότερα, μας χώρισαν σε δύο ομάδες και τους μισούς πήγαν από Αργυρούπολη και τους άλλους μισούς από Κάννεβο (Αη Βασίλη). Εμένα με πήγαν από την Κάννεβο. Σ’ όλο το δρόμο, φορτωμένος μ’ έναν ασύρματο, σκεφτόμουν να τους ξεφύγω. Δεν μπόρεσα όμως. Μας βάλανε σ’ ένα αυτοκίνητο και μας πήγαν στη Φορτέτζα στις φυλακές, όπου εν τω μεταξύ είχαν φέρει και τους υπόλοιπους. Άρχισαν τις ανακρίσεις με ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια και ρωτούσαν επίμονα ποιος είναι και πού είναι ο Μιχάλης (Λη Φέρμορ). Έναν-έναν που ανέκριναν δεν τον γύριζαν πίσω, αλλά έπαιζαν έναν πυροβολισμό, δήθεν ότι τον σκότωσαν, για να φοβηθούν οι επόμενοι.

Στις φυλακές της Φορτέτζας κράτησαν τον Πέτρο Κωσταντουδάκη και το Νικόλαο Μαμαλάκη. Τους υπόλοιπους, εμένα, το Νικόλαο Αλεβυζάκη, τον Αλέκο Μπαρμπουνάκη, τον Ανδρέα Καρυδάκη, τον Πέτρο Κυριακάκη που ήταν νιόγαμπρος μιας βδομάδας, τον Ευθύμη Νουφράκη και τον Σήφη Αλεβυζάκη μας πήγαν στην Αγυιά. Τους Θόδωρο Γαβαλά και Βασίλη Μπικάκη που ήσαν κι αυτοί στο χωριό δεν τους πήραν μάλλον λόγω ηλικίας. Μας έκλεισαν σ’ ένα στρατόπεδο (κατσετ) περιφραγμένο με κουλουρωτά σύρματα και 200-300 άτομα κοιμόμαστε χάμε σ’ ένα υπόστεγο γεμάτο ψείρες. Μας πήγαιναν κάθε μέρα αγγαρεία, να σκάβουμε αμπέλια συνεργατών των Γερμανών, πάντα φρουρούμενοι. Ο φρουρός μου εμένα ήταν κάποιος Ρούντι που φαινόταν ότι με είχε συμπαθήσει, μάλλον λόγω ηλικίας. Μπορούσα να δραπετεύσω σ’ ένα μήνα. Αλλά, σκεφτόμουν ότι θα σκοτώσουν το γαμπρό μου τον Πέτρο Κυριακάκη.

Μια μέρα ήμουν ακουμπισμένος σ’ ένα συρματόπλεγμα σκεφτικός και με πλησιάζει ένας Γερμανός (Αυστριακός μου είπε πως ήτανε) και προσπάθησε να μου δώσει ένα κομμάτι ψωμί κάτω από το συρματόπλεγμα. Εγώ αρνήθηκα. Αυτός επέμενε και στο τέλος το πήρα. Συνέχιζε τις άλλες μέρες πότε-πότε να μου δίνει σοκολάτες, ψωμί, μπισκότα και άλλα. Κάποτε βγήκαμε αγγαρεία με φρουρό τον Αυστριακό. Αυτός ξεθάρρεψε και μου λέει ότι ο πόλεμος είναι κακός, ότι όλη η οικογένειά του είχε σκοτωθεί στον πόλεμο και πως και μένα θα με σκοτώσουν, μόνο αν μπορώ να δραπετεύσω! Τότε γυρίζω κι εγώ και του λέω: «Τότε, άσε με να φύγω». Αυτός μου απάντησε πως δεν μπορεί να το κάνει, γιατί θα τον σκοτώσουν και τον ίδιο.

Είχε φτάσει Μάιος μήνας και μια μέρα μας έστειλαν αγγαρεία για να ψεκάσουμε ένα αμπέλι με τους Νίκο Αλεβυζάκη, Γρηγόρη Γρυντάκη και ένα Μανδαλένιο από το Ηράκλειο. Κάποια στιγμή έπιασα κουβέντα με το Γερμανό φρουρό και κατάλαβα ότι ίσως τα καταφέρω να δραπετεύσω. Πλησιάζω το Νικολή Αλεβυζάκη το χωριανό μου και του λέω:

  • Εγώ θα φύγω.

  • Όχι, κάτσε να βρούμε ευκαιρία να φύγουμε μαζί, μου λέει.

Ξαναπιάνω κουβέντα με το Γερμανό και μάλιστα έβγαλε το ρολόι του και το περιεργάστηκα.

  • Να πάω να φέρω νερό να πιούμε; λέω στο Γερμανό.

  • Μη φύγεις! μου είπε με λίγο σοβαρό και λίγο αστείο τρόπο.

Πραγματικά πήγα σ’ ένα μαγγανοπήγαδο και έβγαλα νερό. Μπορούσα να φύγω. Δεν έφυγα, γιατί λυπήθηκα το Νικολή. Όταν γύρισαν πίσω, λέω του Νικολή:

  • Πρέπει να φύγουμε σήμερα, μόνο κάνε πως κόβεις κάβους να φτιάξεις στην άκρη του αμπελιού και να την κοπανήσεις μέσα στα λιόφυτα.

Πραγματικά ο Νικολής έκανε πως εκουτσοκάβιζε τ΄ αμπέλι και σιγά σιγά έφτανε προς την άκρη του αμπελιού. Μια στιγμή του φωνάζει ο Γερμανός, αλλά ο Νικολής δίνει μια και φεύγει προς τα λιόφυτα. Εγώ λέω του Γερμανού απελπισμένος:

  • Εφύγενε ο Νικολής! Πήγαινε να τον πιάσεις!

Ο Γερμανός μου λέει μισογερμανικά και με νοήματα:

  • Πάρε τους άλλους φυλακισμένους να τους πας στη φυλακή κι εγώ θα κυνηγήσω το φυγάδα.

Πραγματικά, ο Γερμανός έφυγε τρέχοντας προς το Νικολή πυροβολώντας και’ γω ανακοινώνω στους άλλους κρατούμενους πως θα φύγω κι όποιος θέλει να με ακολουθήσει. Ο Γρυντογρηγόρης μου λέει: «εγώ δεν φεύγω, γιατί θα εκτελέσουν τον αδερφό μου». Εγώ το βάζω στα πόδια προς την άλλη κατεύθυνση, ενώ ο Μανδαλένιος έβαλε τις φωνές:

  • Φεύγουν οι κρατούμενοι! Φεύγουν οι κρατούμενοι!

Φεύγοντας γυρίζω και του λέω:

  • Θα λογαριαστούμε όταν έρθει η ώρα!

Ο Γερμανός άρχισε τους πυροβολισμούς, σήμανε συναγερμός και γινόταν πανδαιμόνιο! Μόλις απομακρύνθηκα, έβγαλα το μπουφάν που μας είχαν δώσει ως φυλακισμένοι, κατέβασα το πουκάμισό μου και κρύφτηκα σ’ ένα φουντωτό κυπαρίσσι, μέχρι που αποπέρασαν οι Γερμανοί από κάτω. Κατεβαίνω μετά κι έτρεχα μέσα στα σπαρμένα μέχρι που βρέθηκα σ’ ένα αμπέλι και βλέπω Γερμανούς να με κοιτάζουν. Εγώ έκανα τον αδιάφορο, έκανα πως έκοβα κάβους και πως το αμπέλι ήταν δήθεν δικό μου. Με κοιτάζανε πολλή ώρα.

Όταν έφυγα λίγο πιο πέρα, εγώ με μια αγκαλιά κλήματα τρέχοντας, βγήκα σ’ ένα χωριό. Συνάντησα μια γριά και μου είπε πως είναι ο Δαράτσος. Τη ρώτησα αν γνωρίζει το Γαροφαλή το Μανόλη, γιατί είμαι δραπέτης και θέλω να με προστατέψει. Η γριά μου ΄δειξε μια κουφαλολιά μ΄ ένα κρεβάτι μέσα κι ένα αμπέλι και μου΄πε πως είναι δικό του. Η γριά έφυγε και πήγε στο χωριό και ειδοποίησε το Γαροφαλή. Ο μπαρμπα-Γαροφαλής ήρθε σε λίγο και μου’ βαλε κατσάδα, πως δεν έπρεπε να φύγω, γιατί θα κάνουν αντίποινα στο σπίτι μας και πως πρέπει να γυρίσω στη φυλακή! Εγώ του είπα πως αυτό που λέει είναι παράλογο και πως αν θέλει να με βοηθήσει, αλλιώς θα φύγω. «Κάτσε», μου λέει. Πήγε κι έφερε φαγητό και τσιγάρα και μου ανακοίνωσε πως ειδοποίησε το Λελέ το δικηγόρο, το συγγενή μας να στείλει κάποιον να με πάρει. Τον ειδοποίησε όπως μου είπε σ’ έναν ανιψιό του Σταυγιαννουδάκη. Πραγματικά ο Λελές (Λελεδάκης) έστειλε το Στρατή τον Κυριακάκη και μου’ φερε ένα κουστούμι, μια τραγιάσκα και μια ταυτότητα. Ξεκινήσαμε ποδαρόδρομο για τα Χανιά και μου λέει ο Στρατής:

  • Θα μ΄ ακολουθάς στα 100 μέτρα.

Με πήγε στον Αη Γιάννη στη Χαλέπα και εκεί ήταν και ο Λελές. Ο Λελές μου λέει:

  • Θα σε πάρει ο Στρατής που’ ναι επιστάτης στις αγγαρείες και θα σε πάει στα Δράμια και από’ κει θα πας στις Αλώνες.

Το πρωί ήρθε ένα αυτοκίνητο με οδηγό ένα Γερμανό και μαζί μ’ άλλους εργάτες φτάσαμε στα Δράμια. Κατεβαίνω από το αυτοκίνητο και πάω να φύγω και μου λέει ο Γερμανός: «Πού πάς;» Ο Στρατής του λέει πως πάω ν΄ αλλάξω. Εγώ πήγα πραγματικά και άλλαξα κι ύστερα μπήκα σ’ ένα ποταμό και φτάνω στην Αρχοντική από κάτω από΄ κει στον Κάτω Πόρο το χωριό. Περνώ στη Νησιανή το Σταυρή και ήρθα στη Σοχώρα στα περιβόλια του χωριού μου στις Αλώνες.

Ακούω κλάματα στο χωριό και εκακόβαλα. Βλέπω την Κατίνα τη Βαρδιδάκη που εσώριαζε πατάτες και σιμώνω και της λέω:

  • Κατίνα, Κατίνα, γιάντα κλαίνε;

Αυτή, όταν με είδε, τα’ χασε και άρχισε να φωνάζει:

  • Ο Λευτέρης! Ο Λευτέρης! Οι αδερφές σου κλαίνε, γιατί ήρθενε ο Αλεβυζονικολής και τους είπε πως εφύγετε μαζί από την Αγυιά και μάλλον πως σε σκοτώσανε.

Ε! όταν με είδανε, κλαίγανε από χαρά! Στη συνέχεια κινδύνευα κάθε μέρα και βγήκα στο αντάρτικο!