Προσωπογραφία

2012-11-11 21:31

(από τα «Πολεμικά Φύλλα» του Κώστα Μισαηλίδη,

πολεμικού ανταποκριτή)

 

[…] Ιδού, λοιπόν, με συντομία (γιατί αν θελήσω να ιστορήσω λετπομερώς τη ζωή και τη Δράσι του δεν θα με φθάση ούτε χρόνος ούτε τόμοι ολόκληροι) η προσωπικότης του Παπα-Νουφράκη Ελευθερίου, Στρατιωτικού Ιερέως.

            Εγεννήθη το έτος 1872 εις Αλώνες ένα πολύ μικρό χωριό της Επαρχίας Ρεθύμνης της Ηρωικής Μεγαλονήσου Κρήτης. Οι γονείς του αγράμματοι και απλοϊκοί, ήσαν όμως άξιοι γονείς των Ηρωικών και Πολεμικών οικογενειών από τα Σφακιά Βρανάδων και Γαβαλάδων. Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στα Ρούστικα Ρεθύμνης κοντά στο Νονό του.

            Ένα απρόοπτο αλλά και πολύ άτυχο περιστατικό τον ανάγκασε να εκπατρισθή μόλις δεκαπενταετής αφήνοντας γονείς και νονό λυπημένους δια την έξω της Κρήτης φυγής του. Λεπτομέρειες της ζωής του και περιπέτειές του στις ξένες χώρες (έρημο και απροστάτευτο και μάλιστα εις τα σκοτεινά χρόνια της τουρκοκρατίας) δε μας είναι δυστυχώς γνωσταί, είναι όμως γνωστό ότι μία δεκαπενταετία περίπου την πέρασε διαδοχικώς στη Μητρόπολι Μυτιλήνης,  εις το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εις το Άγιον Όρος.

            Είναι θαύμα της Θείας Πρόνοιας η οποία το είχε προορίσει για τόσο υψηλή δράσι και αγία ζωή πώς κατόρθωσε εις το διάστημα αυτό χωρίς κανέναν προστάτη και καμμιά βοήθεια ανθρώπινη να τελειώση τις γυμνασιακές σπουδές του και έτσι Διάκονος και μοναχός να έλθη εις την Αθήνα με σκοπό για να συνεχίση σπουδές στην Θεολογικήν Σχολήν του Πανεπιστημίου.

            Ο πόλεμος ο Βαλκανοτουρκικός του 1912 τον βρίσκει διωρισμένον Καθηγητήν στο Σχολαρχίο Αιτωλοακαρνανίας. Ούτε στιγμή δεν εδίστασε ή δεν εσκέφθηκε να μείνη στην έδρα του, αλλ΄ από την πρώτη ημέρα της κηρύξεως του Πολέμου εγκαταλείπει την έδρα του και με το Σταυρό στο χέρι και το όπλο στον ώμο γνήσιος και άξιος απόγονος και Διάδοχος του ατρόμητου Τουρκοφάγου Πατέρα του, του οποίου όμοιο και δυνατώτερο δεν είχεν η Κρήτη τρέχει και παρακολουθεί ως εθελοντής τον Δοξασμένο Ελληνικό Στρατό μας.

            Από εδώ τώρα αρχίζει νέο στάδιο, νέα ζωή, νέα δράσι. Μόνο τα παράσημα και βραβεία αρετής και ανδρείας που βλέπει ο αναγνώστης στην επί του παρόντος φωτογραφία του τόσο εύγλωττα ομιλούν και μόνο όσοι τον είδαν μέσα στη φωτιά του πολέμου ημπόρουν να σκιαγραφήσουν τις πολεμικές αρετές του. Με την πίστι στο Χριστό μας ατρόμητος και άφοβος πάντα μπρος στην πρώτη γραμμή εις 27 μάχες όλων των πολέμων 10 χρόνια χωρίς να γνωρίση ποτέ φόβο ή δειλία, ακούραστος, αεικίνητος και ακατάβλητος, απροκάλυπτος έγινε ο Θρύλλος του στρατού μας, ώστε για πολλές γενεές το όνομα του Παπανουφράκη να μένη σαν θρύλλος και σεβαστό και τιμημένο από αξιωματικούς και οπλίτες. Τραυματίστηκε βαρύτατα εις Τουλού Μπουνάρ της Μ. Ασίας αλλά πριν επουλωθή το τραύμα του αυτό από το οποίον θαύμα είναι πώς εσώθηκε το πόδι του τον βρίσκει πάλι στο Μέτωπο στην πρώτη γραμμή.

             Αλλ’ εκείνο που υπερβαίνει κάθε συλλογισμό είναι το κατόρθωμά του εις τον τελευταίο Ελληνοϊταλικό Πόλεμο. Με ανακαινισθείσαν ως αετού νεότητα 70τούτης και πλέον τρέχει απάνω στα βουνά της Αλβανίας και γράφει νέες σελίδες Δόξης. Με τους πάγους, με τα χιόνια για να γράψη όμως και το Κύκνειο άσμα του σ’ αυτά. Με σοβαρά κρυοπαγήματα των κάτω άκρων μόλις και μετά βίας κατεπείσθη να επιστρέψη στην Αθήνα που θα ηύχετο και εκείνος και κάθε άλλος που γνώριζε το χαρακτήρα του και τον Πατριωτισμό του να μην είχε γυρίσει. Τα επακολουθήσαντα γεγονότα τον ηνάγκασαν να ετοιμασθή και πάλι για την πρώτη γραμμή της Μακεδονίας.

Ο πόνος του όμως έγινε τόσο δυνατός γιατί δεν πρόφθασε να θυσιασθή στο Βωμό της Πατρίδος και η λύπη και το πένθος του τόσο βαρύ ώστε ύστερα από μαρτυρική και πικραμένη ζωή τεσσάρων μηνών την 5ην Αυγούστου 1941 εκοιμήθη τον αιώνιο ύπνο και μετέστη εις Ουρανούς πολυπικραμμένος. Θύμα της ιδέας του Πατριωτισμού του. Και αυτή μεν η στρατιωτική του δράσις με την προσθήκη ότι και τα χρόνια της αποστρατείας του αντί ν’ αναπαυθή διπλασίως ειργάζετο εις τον Στρατό μας Ιερουργώντας και Κηρύσσοντας συνεχώς.

Ο δε ιδιωτικός του βίος; Ως κληρικός ήταν τοιούτος, ώστε όσοι τον γνώριζαν από κοντά και όσοι τον ενθυμούνται να λέγουν για κείνον «ο Λευκός Κληρικός της Ελλάδος» και σ’ εμένα τον ίδιον άγιος και πνευματοφόρος. Πατήρ της Εκκλησίας μας είπε: «ο παπα-Λευτέρης είναι ο θείος Σου; Ασφαλώς θα πάη στον Παράδειοσο».

Μοναχός ιδεώδης, πραγματικός Καλόγηρος. Δείγμα της προσκολλήσεώς του και πειθαρχίας του εις τους μοναχικούς κανώνας ακόμη και στα γεράματά του δεν δεχόταν καμμία ούτε την πλησιέστερη τη γεροντότερη συγγένισσά του για να τον υπηρετήση αλλά και την πλύσι των ενδυμάτων του μόνος ενεργούσε. Η λιτότητα του βίου του και ασκητικότητα του έδωκε την δύναμι να συντηρή την μητέρα του και να σπουδάζη ως Διάκονος με 60 δραχ. εισόδημα μηνιαίως, να βοηθή τες αδελφές του και μετά τον θάνατο της μητέρας του, του γαμβρού του και του αδελφού του ν’ αναλάβη την προστασία και εκπαίδευση των δύο ορφανών που θα γράψω (του αδελφού του) των πέντε ορφανών αγοριών της αδελφής του και την προικοδότησι και αποκατάστασι των κοριτσιών της άλλης του αδελφής.

Αι προς τους ξένους δε και συγγενείς αρρωγαί τακτικαί και έκτακτοι δεν ήσαν ολίγαι ούτ’ ευκαταφρόνητοι. Και ούτως καιόμενος και φαίνων διήλθε τη ζωή του ευεργετώντας. Βοηθώντας πλήρης αγάπης γνησίους χριστιανούς. Από τα μεγαλύτερα δε και καλλίτερα ευεργετήματά του είναι και το σπιτάκι (Ιπποκρήνης 3) «Ζωγράφου Αθηνών» που κατώρθωσε να οικοδομήση για τη πτωχή και πολυμελή (8 άτομα) οικογένεια του ανεψιού του, Ιερέως επίσης. Αλλά και μετά τον θάνατό του ευρέθηεις την Διαθήκη του Ευεργέτης πολλών. Και εν πρώτοις του Δημοτικού Νοσοκομείου Ρεθύμνης και του «Οίκου Τυφλών» Αθηνών αφήνοντας εις αυτά τα ιδρύματα μια μεγάλη διπλοκατοικία επί της οδού Μικράς Ασίας 33 Αθηνών και άλλα ακίνητα.

Τελειώνοντας προσθέτω ότι ο θερμότατός του ζήλος για την Πατρίδα αλλά και κάθε αληθινό και ιερό και ωραίο και ευγενικό τον είχε κάνει να καταπιαστή σοβαρά με την ποίησι γράφοντας μερόνυκτα στίχους εις το 15σύλλαβο οι οποίοι αν κάποτε δημοσιευθούν θα καταλάβουν  τόμους ολοκλήρους.

 

            Αιώνια η μνήμη του

ας ευλογή από τους Ουρανίους Θόλους πάντας ημάς.

 

Εγράφη 22-24 Δεκεμβρίου

            Εν Αθήναις 1942.

 

                                    Κ’ από το κρεββάτι του πόνου.