Πάτρικ λη Φέρμορ και Αλώνες

2012-11-17 17:39
Μνήμη Πάτρικ Λη Φέρμορ
Με αφορμή μια φωτογραφία

Γράφει ο Χρήστος Κωσταντουδάκης*

«Ζώ για τότε που δεν θα υπάρχω»

(Οδ.Ελύτης)


Ήταν πάντα εκεί. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Μεγαλώσαμε μαζί. Κρεμασμένη ψηλά στον λιθόκτιστο τοίχο με τις αλλεπάλληλες επιστρωματώσεις του ασβέστη και κάτω από την ξύλινη στέγη με τα μαυρισμένα από τον καπνό δοκάρια και τις ντόγες να συγκρατούν το χώμα της σκεπής.

Μια ασπρόμαυρη οικογενειακή φωτογραφία με τον πατέρα, τη μητέρα και τα τρία αδέρφια. Στο απροσδιόριστο όπου ο χρόνος γίνεται μόνο μια στιγμή αλλά ταυτόχρονα αιωνιότητα και μνήμη, ο φακός, να ’μουν δε θα ’μουν δύο χρονών, με συνέλαβε να προσπαθώ να πάρω από το μεγαλύτερο αδερφό μου το αράπικο, όπως το είχαν ονομάσει, καπέλο που είχε φέρει ο πατέρας από το Κάιρο τον καιρό που βρέθηκε εκεί κυνηγημένος από τους Γερμανούς για την αντιστασιακή του δράση.

Ως φόντο, ο φωτογράφος, διάλεξε το μαγευτικό μα γεμάτο μυστήρια από τον καιρό της κατοχής δάσος του Λιβαδερού. Ένα από τα πολλά μέρη όπου ο Πάτρικ Λη Φέρμορ, γιατί περί αυτού πρόκειται, με την υπόδειξη και την αμέριστη συμπαράσταση των ολιγάριθμων, πάμφτωχων, αλλά αγνών, δοτικών κι ολοκληρωτικά αφοσιωμένων στην Αντίσταση κατοίκων των Αλωνών έκρυβε τον ασύρματο επικοινωνίας με τη Μ.Ανατολή.

Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο απόηχος της μαύρης κατοχής έφτασε σε μένα ως μια αφαίρεση από την πραγματικότητα αυτής της φωτογραφίας. Είναι αλήθεια πως η ασπρόμαυρη φωτογραφία σου δίνει αυτή τη δυνατότητα. Σε πηγαίνει ένα βήμα πριν απ’ αυτήν ή μετά απ΄αυτήν, όπου μπορείς να συνομιλήσεις με την ουσία πίσω από τα επιφαινόμενα.

Στητά κορμιά, πειθαρχημένα χαμόγελα, μπαλωμένα ρούχα, τρύπια άρβυλα και μια ορατή πια στα πρόσωπα πληρότητα που χαρίζει η αίσθηση εκπλήρωσης του καθήκοντος. Παραπλήρωμα αυτής της ανάγνωσης, η εγκαρδιότητα και η διάχυση της φιλόξενης διάθεσης για ένα φίλο από τα παλιά σημαδεμένα χρόνια.

Συντάσσομαι με την ποιήτρια που αποφαίνεται πως: «Η φωτογραφία είναι πολλές ειλικρίνειες και πολλές σημερινές ανειλικρίνειες, είναι η ελπίδα της μνήμης, είναι το ορθογραφικό λεξικό που χρησιμοποιεί η μνήμη, όταν θέλει να δει πώς γράφονται οι λέξεις: στιγμή, ποτέ, εκείνο, εκείνος, ταξίδι, λήθη και γιατί».

Επιλέγω το Εκείνος και το Ταξίδι.

Εκείνος∙ ένας άνθρωπος πέρα από το μύθο. Ένας θρύλος που άφησε το προσωπικό του ίχνος σε μια ιστορημένη περίοδο γεμάτη κινδύνους και προκλήσεις.

Αρνητής της συμβατικής ορθοδοξίας του πράττειν και αποσυνάγωγος μιας βαρετής χρησιμοθηρικής ορθότητας που επιθυμούσε να του υπαγορεύσει το οικογενειακό και άτεγκτο εκπαιδευτικό κατεστημένο της Βασιλικής Σχολής του Καντέρμπουρι, οδηγήθηκε ξαφνικά ένα βράδυ, εκεί στα λυχνανάμματα, σε μια απόφαση που έμελλε να αποτελέσει την πρώτη ελεύθερη πράξη της ζωής του.

Να εγκαταλείψει το Λονδίνο και την Αγγλία, να σεργιανίσει στην Ευρώπη σαν αλητάκος, σαν φτωχός προσκυνητής ή περιπλανώμενος καλόγερος, ένας περιηγητής φιλόσοφος, ένας μοναχικός ιππότης. Τα μόνα πράγματα που άφησε πίσω του ως ανάμνηση ήταν οι αχυραποθήκες, οι θυμωνιές και τα νεράγκαθα που σκίαζε η αλόη και οι χλοεροί κυματισμοί των λιβαδιών του Νορθάμπτον Σάιρ . Ήταν τα πρώτα πράγματα που είχαν αντικρύσει τα μάτια του. Α, ναι και σε μια εποχή που συχνά πυκνά ερωτεύεται κανείς με πάθος, είχε να θυμάται και τη Νέλι με τον κύκνειο λαιμό και τα αγγελικά μάτια. Μια μαγευτική καλλονή ικανή να εμπνεύσει σονέτα σ’ έναν ποιητή.

Η επιλογή του β΄ μέρους της διάζευξης «Ένα κλειδί γυρίζει κι απ’ τις δυο μεριές ή που κλείνεσαι ο ίδιος / ή που σ’ όλους ανοίγεσαι. Μ’ ανοιχτά παράθυρα πανιά / προς Τροίαν» σημάδεψε τη μετέπειτα ζωή του.

Μέλος, λοιπόν, μιας ιδιόρρυθμης και εκκεντρικής μειοψηφίας από τα μαθητικά του χρόνια βρέθηκε να διασχίζει, μόνος, την Ευρώπη και να φτάνει στην Κωνσταντινούπολη και ακολούθως να οργώνει την ηπειρωτική και νησιωτική Ελλάδα. Ο πόλεμος που ήρθε τόσο γρήγορα τον συνάντησε όρθιο, με τα στήθη στον άνεμο στα ψηλά κορφοβούνια της Κρήτης μ’ ένα κροσσάτο μαντήλι στο κεφάλι, στιβάνια, τυλιγμένο σε μια παραδοσιακή κάπα (ράσο) και ένα μαυρομάνικο, ασημωτό μαχαίρι στη μέση. Ικανό και απαραίτητο εφόδιο γνώσης και επικοινωνίας ο σχεδόν άνετος χειρισμός της αρχαιοελληνικής γλώσσας.

Ο «Πάντυ» είχε γίνει κιόλας Μιχάλης για την οικονομία της Αντίστασης. Φιλιώθηκε γρήγορα με τους σκληροτράχηλους βοσκούς των ορέων, τους ανθρώπους που κάτω από την επίφαση της αγριάδας και τα έντονα δωρικά στοιχεία στις καθημερινές τους συμπεριφορές, έκρυβαν τα πατροπαράδοτα φιλόξενα αισθήματα, μια φυσική ευγένεια, μια αφειδώλευτη γενναιοδωρία, μια αυταπάρνηση και μια ένθερμη προσήλωση στον αγώνα για ελευθερία. Με αρκετούς απ’ αυτούς δέθηκε με τον ιερό δεσμό της συντεκνιάς και έτσι, άφησε αρκετές φιλιότσες-Αγγλίες πίσω του, η αγάπη και ο σεβασμός των οποίων τον συνόδευε μέχρι το τέλος.

Στην πολυτάραχη μα άκρως ενδιαφέρουσα ζωή του «έπαιξε» και με τα τέσσερα υπαρξιακά ζητήματα: το Θάνατο, την Ελευθερία, την απομόνωση και το νόημα της ζωής.

Το εμβληματικό γεγονός της Κρητικής Αντίστασης, η απαγωγή του Γερμανού διοικητή Heinrich Kreipe (Χ.Κράιπε), νομίζω, πως δεν ήταν παρά ένα ακόμη επεισόδιο της βαθιάς ριζωμένης νοοτροπίας του να μετουσιώνει τις ιδέες που γεννούσε το μυαλό του γρήγορα σε πράξεις. Έτσι, κάθε περιπέτεια εκτιμούσε πως περιέχει το σπέρμα της προσεχούς πράξης και κρύβει ενδεχομένως κάποια έκπληξη ή ένα κρυφό νόημα. Είναι πρόδηλο πως του άρεσε να διασκεδάζει με τα πράγματα και τις στιγμές∙ να τους δίνει μια σκωπτική μα και ποιητική χροιά. Πώς αλλιώς μπορεί να ερμηνευθεί η παραδοξότητα, μες στον πυρετό των γεγονότων, της εικόνας: μια ψυχωμένη ομάδα ανταρτών με αιχμάλωτο ένα Γερμανό Στρατηγό να ξαποσταίνει στην ερημία των βράχων του Ψηλορείτη κι εκεί κατά το χάραμα μες στην ιερή σιωπή του τοπίου ανάμεσα στο σφύριγμα του ανέμου και το σύρσιμο της σαύρας ν’ ακούγεται ξαφνικά η ψιθυριστή φωνή του Κράιπε να απαγγέλει τους δύο πρώτους στίχους από την ενάτη ωδή του Οράτιου, Ad Thaliarchum, κι εκεί που σταματά να συνεχίζει ο Λη Φέρμορ τις υπόλοιπες πέντε στροφές μ’ ένα χιονόδοξα νάνα (μικρό άσπρο-μωβ λουλουδάκι που ανθίζει μετά το χιόνι) ανάμεσα στα δάχτυλά του.

Ή πώς αλλιώς να κατανοήσει κανείς τις σχεδόν σουρεαλιστικές εικόνες που έστηνε, συνήθως, στη σκηνή της ζωής σε διαφορετικούς τόπους και με διαφορετικούς ανθρώπους;

Με την ίδια άνεση που εκεί πάνω σε μια σιόβολη παπούρα, κάτω από τ’ άστρα και το φως του φεγγαριού αρχινούσε με την παρέα κρητικά τραγούδια, μαντινάδες και χορούς, σερτό και πεντοζάλη – το χορό του πολέμου – όπως σημειώνει ο Γ.Ψυχουντάκης στον «Κρητικό Μαντατοφόρο» ή και που όταν έπεφτε το βράδυ σε κάποιο οντά με σανιδένιο πάτωμα συντροφιά με τις σαρικοφόρες αετίσιες μορφές σκαμμένες από το χρόνο, έκαναν τον οντά να αναστενάζει από τα αντροπατήματα των κρητικών χορών και τα ρουθούνια να βγάζουν φωτιές από την ασύστολη κρασοκατάνυξη, με τον ίδιο αυθορμητισμό κουβάλησε ένα τραπέζι και καρέκλες στο χωματόδρομο πάνω από το σπίτι του στην Καρδαμύλη για να δειπνήσει κάτω από τ΄ αστέρια με τον Γ.Κατσίμπαλη, επειδή πονούσε το πόδι του και δεν μπορούσε να κατηφορίσει ίσαμε το σπίτι. Με την ίδια, ακόμη, σκηνοθετική ευρηματικότητα – κουζουλάδα το λέμε στην Κρήτη – τοποθέτησε ένα τραπέζι μες στη θάλασσα, άναψε κεριά και δείπνησε με τη γυναίκα του Ιωάννα φορώντας επίσημο ένδυμα αλλά ξυπόλητοι!

Βαθύς γνώστης της ελληνικής και ξένης γραμματείας, σχεδόν αυτοδίδακτος, αυτή η αριστοκρατική και ταυτόχρονα λαϊκή επική φυσιογνωμία μελέτησε τον ψυχισμό των απλών ανθρώπων της υπαίθρου τρυπώνοντας σε καλύβες και στάνες και ταυτόχρονα συνομίλησε και συνεργάστηκε με την ιντελιγκέντσια των Αθηνών από το Γ.Σεφέρη έως τον Άγγελο Σικελιανό ή τον Ευάγγελο Αβέρωφ.

Σαν έφτασε το χαμπέρι του θανάτου του στις Αλώνες (μια χούφτα σπίτια στα ριζά του Κρυονερίτη) οι ελάχιστοι εναπομείναντες από τον καιρό της κατοχής κάτοικοι- άντρες και γυναίκες – άφησαν το αδύνατο μα κουρασμένο πια βλέμμα τους να πλανηθεί στις γύρω βραχώδεις πλαγιές, στις λόχμες, τα γιδόσπιτα και τις δασώδεις ατραπούς που έκρυβαν τον ασύρματο Τότε. Έκαναν το σημείο του σταυρού και ακούστηκαν μερικές κοντές, σκόρπιες κουβέντες… Ο Θεός να τον συγχωρέσει … Παλικάρι, παράτολμος, φίλος, ανοιχτόκαρδος, άντρας με όλα του και … γλεντζές. Και μια τελευταία κουβέντα που ο νόμος της σιωπής και οι απαράβατοι κανόνες και κώδικες που ορίζουν τα «οικογενειακά» - η βεντέτα- και η σκληρότητα του αντεπεπονθότος δεν επέτρεπαν μέχρι πρότινος να ξεστομίζεται… Και παρ’ ολίγο να τον εκδικηθεί άδικα τον άνθρωπο. Ευτυχώς η συντεκνιά τα φτιαξε ούλα (όλα).

Ο Θεός δεν ρίχνει ζάρια, βεβαίωνε ο Αϊνστάιν. Ο Πάτρικ Λη Φέρμορ ενάντια και σ’ αυτή τη βεβαιότητα αρεσκόταν να προκαλεί τις μυθολογικές Μοίρες. Ήταν ίσως η μοναδική φορά που έριξε ντόρτια και του βγήκε αυτή η πικρή ιστορία. Αποφεύγω τον πειρασμό της αφήγησης, γιατί όπως έλεγε και ο Γ.Σεφέρης «όλα όσα αφηγούμαστε έγιναν, αλλά τίποτα δεν έγινε όπως το αφηγούμαστε».

Σήμερα μια άλλη μεγάλη φωτογραφία «διακόπτει ηρωικά του τοίχου την ανία» στο μικρό Ιστορικό Μουσείο του χωριού. Ο Λη Φέρμορ, ο παπα Γιάννης Αλεβυζάκης (μορφή της Αντίστασης) και ο Γουσταύος Ντουράν (Ισπανός αντιφασίστας από τον εμφύλιο πόλεμο με τον Φράνκο και αργότερα αντιπρόσωπος του Ο.Η.Ε στην Ελλάδα, μοιράζεται σήμερα το αλωνιώτικο χώμα με τους παλιούς του φίλους) σαν από ψηλά ατενίζουν με ήρεμο βλέμμα τους μεταγενέστερους και τους τείνουν τη σκυτάλη του χρέους.

Λένε πως όταν διαβάζεις, κάποτε θα συναντηθείς με το βιβλίο που σε περιέχει. Μπορεί και να σταθεί ο μελλοντικός οδοδείκτης σου. Διαβάζοντας τα ταξιδιωτικά του Λη Φέρμορ ταξίδεψα μαζί του πίσω από την «ασωτεία των λέξεων». Εκείνο που με έκανε να σκιρτήσω και να αναφωνήσω: να! η ζωή που θέλω να ζήσω, ήταν το βιβλίο του «Η εποχή της δωρεάς». Φυσικά δεν έγινε. Η ευγνωμοσύνη όμως που χρωστώ έκτοτε σ’ αυτόν τον Οδυσσέα, που «εν ερημία εγκαταβιών» έκανε τελικά αυτό που ήταν προορισμένος από τη φύση του να κάνει, είναι γιατί μου δίδαξε να αντιμετωπίζω τους «άτακτους» μαθητές εκτός των σχολικών στερεοτύπων και εκτός της σχολικής «κανονικότητας». Μου έμαθε να τους δίνω την ευκαιρία ν’ ακουμπήσουν τον ουρανό και αν δεν τα καταφέρουν να τους προτρέπω πως μπορούν να δοκιμάσουν ξανά.

Στα «σαράντα» του, όπως λέμε κατά το εθιμικό τυπικό της Κρήτης, χαρίζω αυτό το δημόσιο ευχαριστώ στον άνδρα που έμεινε ανάλλαχτος, αλλά χωρίς να επαναλαμβάνει τον εαυτό του.

Αν ίσως μπορούσε να προβλέψει την ήττα του, αυτή τη φορά, από το θάνατό, το μόνο Αθάνατο, τότε ίσως την τελευταία ημέρα του στην Καρδαμύλη, καθώς απήγγειλε με νόημα ένα μεγάλο ποίημα του Γούιτιερ είναι πιθανό πως θα έκλεινε την απαγγελία με Τζωρτζ Χέρμπερτ: Την πρώτη αλλάζω γνώμη και φωνάζω «φτάνει∙ το δρόμο παίρνω για την ξενιτιά». Ή γιατί όχι με Οδ.Ελύτη: «Των θεσπεσίων Όμηρος κι ας πένομαι / γλυκιά η ζωή και πατρός αγνώστου / ο θάνατος».

Την Πέμπτη 16 Ιουνίου που ο σερ Πάτρικ Λη Φέρμορ κατέβαινε το χώμα του Ντάμπλτον στην Αγγλία για να συναντήσει την αγαπημένη του Ιωάννα υπό τους ήχους της γκάιντας, το μουσικό Ρέκβιεμ θα μπορούσε ίσως να κλείσει με το αγαπημένο του Φιλεντέμ ή ίσως θα μπορούσε ακόμη ένα γραμμόφωνο του Δεκέμβρη του 1933 να παίζει το “Day and night” και αμέσως μετά το “Stormy Weather”.

Ο Πέτρος από τις Αλώνες που σου έστελνε κάθε χρόνο στην Καρδαμύλη ένα μπουκάλι τσικουδιά και λίγα καρύδια με μια σειρά πράξεων που θύμιζαν ιεροτελεστία δεν υπάρχει εδώ και λίγα χρόνια, δυστυχώς ούτε και συ πια.

Κάπου εκεί όμως, υπάρχει «ο Θεός των μικρών πραγμάτων» που προσπαθεί να βάλει σε τάξη τις λεπτομέρειες των ταξιδιών και των πεπραγμένων σου και να σε κατατάξει στους Αθανάτους. Κάτι που εσύ οριακά δεν πρόλαβες να ολοκληρώσεις. Η ειμαρμένη, φαίνεται, πως θέλησε να σου ανταποδώσει μία από τις οδυνηρές της εκπλήξεις με ειρωνεία και σαρκασμό.

*Ο Χρήστος Π. Κωσταντουδάκης είναι εκπαιδευτικός